- κομματικος
- κομματικόςκομμᾰτικός3состоящий из отдельных речений
(ἐρωτήματα Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐρωτήματα Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κομματικός — consisting of short clauses masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικός — ή, ό (AM κομματικός, ή, όν) [κόμμα] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολιτικό κόμμα («κομματική οργάνωση») 2. αυτός που μεροληπτεί υπέρ ορισμένης μερίδας μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από μικρές προτάσεις αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
κομματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολιτικό κόμμα: Είναι κομματικός παράγοντας της επαρχίας μας. 2. αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για το κόμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομματικά — κομματικός consisting of short clauses neut nom/voc/acc pl κομματικά̱ , κομματικός consisting of short clauses fem nom/voc/acc dual κομματικά̱ , κομματικός consisting of short clauses fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικώτερον — κομματικός consisting of short clauses adverbial comp κομματικός consisting of short clauses masc acc comp sg κομματικός consisting of short clauses neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικωτάτων — κομματικός consisting of short clauses fem gen superl pl κομματικός consisting of short clauses masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικῶν — κομματικός consisting of short clauses fem gen pl κομματικός consisting of short clauses masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικόν — κομματικός consisting of short clauses masc acc sg κομματικός consisting of short clauses neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικαί — κομματικός consisting of short clauses fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικοῖς — κομματικός consisting of short clauses masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικοί — κομματικός consisting of short clauses masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)